ἀκονιτί: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἀκόνιτος]]<br />without the [[dust]] of the [[arena]], i. e. without a [[struggle]], without [[effort]], Lat. [[sine]] pulvere, Thuc., Xen. | |mdlsjtxt=[adverb of [[ἀκόνιτος]]<br />without the [[dust]] of the [[arena]], i. e. without a [[struggle]], without [[effort]], Lat. [[sine]] pulvere, Thuc., Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[without a struggle]], [[without difficulty]], [[without trouble]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 4 July 2020
English (LSJ)
or ἀκον-εί (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of ἀκόνιτος,
A without the dust of the arena, i.e. without struggle, without effort, usu. of the conqueror, Th.4.73, X.Ages.6.3; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀ. D.18.200.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονῑτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἀκόνιτος, ἄνευ τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. ἔ. ἄνευ ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· ἀλλά, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, Δημ. 295. 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans poussière ; sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ασσκονικτει CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀ. SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀ. ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
•gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀ. D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀ. τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀ.· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.
Greek Monolingual
ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) ἀκόνιτος
1. χωρίς τη σκόνη του στίβου
2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.
Greek Monotonic
ἀκονῑτί: [τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκονῑτί: adv. не поднимая пыли, т. е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.: ἀ. νικᾶν Xen., Aeschin. одержать легкую победу.
Middle Liddell
[adverb of ἀκόνιτος
without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.