φλεβικός: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flevikos
|Transliteration C=flevikos
|Beta Code=flebiko/s
|Beta Code=flebiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a vein]], [[of the veins]], <b class="b3">φ. πόροι</b> the channels [[of the veins]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>510a14</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>647b2</span>; οἱ πόροι οἱ φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>561a17</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of a vein]], [[of the veins]], <b class="b3">φ. πόροι</b> the channels [[of the veins]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>510a14</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>647b2</span>; οἱ πόροι οἱ φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>561a17</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:55, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβικός Medium diacritics: φλεβικός Low diacritics: φλεβικός Capitals: ΦΛΕΒΙΚΟΣ
Transliteration A: phlebikós Transliteration B: phlebikos Transliteration C: flevikos Beta Code: flebiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of a vein, of the veins, φ. πόροι the channels of the veins, Arist.HA510a14, PA647b2; οἱ πόροι οἱ φ. Id.HA561a17.

German (Pape)

[Seite 1290] von den Adern, dazu gehörig, πόρος, Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φλέβα, εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλέβα («φλεβικό αίμα»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό σύστημα»)
2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη διείσδυση του μάγματος κατά μήκος ρωγμών κοντά στην επιφάνεια του εδάφους
3. φρ. «φλεβική νάρκωση»
ιατρ. φλεβαναισθησία.

Russian (Dvoretsky)

φλεβικός: жильный, венный (πόροι Arst.).