ἐχθρόξενος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐχθρό-ξενος, ον<br />[[hostile]] to guests, [[inhospitable]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=ἐχθρό-ξενος, ον<br />[[hostile]] to guests, [[inhospitable]], Aesch., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[inhospitable]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A hostile to strangers, inhospitable, ναύταισι A.Pr.727, cf. Th.606,621; δόμοι E.Alc.558.
German (Pape)
[Seite 1125] den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάθος ἐχθρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ θεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρόξενος: -ον, ἐχθρός πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, μισόξενος, Αἰσχύλ. Πρ. 727, Θήβ. 606, 621, Εὐρ. Ἄλκ. 558.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hostile aux étrangers, inhospitalier.
Étymologie: ἐχθρός, ξένος.
Greek Monolingual
ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.
Greek Monotonic
ἐχθρόξενος: -ον, εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρόξενος: ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v. l. κακόξενος).
Middle Liddell
ἐχθρό-ξενος, ον
hostile to guests, inhospitable, Aesch., Eur.