ἀνδροκτόνος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[κτείνω]]<br />man-[[slaying]], murdering, Hdt., Eur. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[κτείνω]]<br />man-[[slaying]], murdering, Hdt., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[murderous]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ον, (κτείνω)
A man-slaying, murdering, Hdt.4.110, S.Fr.187, E. Cyc.22.
German (Pape)
[Seite 218] den Mann mordend, Her. 4, 110; γυνή Soph. frg. bei Plut. aud. poet. p. 11; menschenmordend, Κυκλωπες Eur. Cycl. 22; ὅπλα Philp. 54 (Plan. 177).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροκτόνος: -ον, (κτείνω) ἀνδροφόνος, ὁ φονεύων ἐν γένει ἄνθρωπον, Ἡρόδ. 4. 110, Σοφ. (;) παρὰ Πλουτ. 2. 35Ε, Εὐρ. Κύκλ. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 homicide;
2 qui tue son mari.
Étymologie: ἀνήρ, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que mata, asesinode un jabalí, B.18.23, de las Amazonas, Hdt.4.110, de los Cíclopes, E.Cyc.22.
2 asesina de su marido S.Fr.187, cf. ἀνδροκόνος.
Greek Monolingual
ἀνδροκτόνος, -ον (Α)
ο φονιάς ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ανδροκτονώ].
Greek Monotonic
ἀνδροκτόνος: -ον (ἀνήρ, κτείνω), αυτός που φονεύει άνδρες, δολοφονικός, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροκτόνος: убивающий мужей (Ἀμαζόνες Her.; Κύκλωπες Eur.): γυνὴ ἀ. Soph. ap. Plut. мужеубийца.
Middle Liddell
ἀνήρ, κτείνω
man-slaying, murdering, Hdt., Eur.