χείρωμα: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiroma | |Transliteration C=cheiroma | ||
|Beta Code=xei/rwma | |Beta Code=xei/rwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is subdued, a conquest</b>, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1326</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[deed of violence]], ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>560</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[a work wrought by the hand]], <b class="b3">τυμβοχόα χ</b>., of earth thrown up (v. | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is subdued, a conquest</b>, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1326</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[deed of violence]], ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>560</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[a work wrought by the hand]], <b class="b3">τυμβοχόα χ</b>., of earth thrown up (v. [[τυμβοχόος]]), <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 1027</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is subdued, a conquest, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος A.Ag.1326. 2 deed of violence, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. S.OT560. II a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up (v. τυμβοχόος), A.Th. 1027.
German (Pape)
[Seite 1347] τό, 1) das mit der Hand Gethane, Verrichtete, τυμβοχόα χειρώματα, mit eigener Hand ausgegossene Todtenopfer, Aesch. Spt. 1013. – 2) das Ueberwältigte, Bezwungene, das leicht zu Ueberwältigende, Aesch. Ag. 1299; – θανάσιμον χείρωμα, tödtliche Bewältigung, d. i. gewaltsamer Tod, Soph. O. R. 560.
Greek (Liddell-Scott)
χείρωμα: τό, τὸ χειρωθέν, κατάκτησις, νίκη, δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1326. 2) ἔργον βίας, ἄφαντος ἔρρει θανασίμῳ χ. Σοφ. Ο. Τ. 560. ΙI. τὸ διὰ χειρῶν εἰργασμένον, τυμβοχόα χ., ἐπὶ τοῦ ἐπιρριφθέντος ἐπὶ τοῦ τύμβου χώματος, (ἴδε τυμβοχόος), Αἰσχύλ. Θήβ. 1022.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on fait de sa propre main : χειρώματα τυμβοχόα ESCHL offrandes que l’on verse de ses propres mains sur un tombeau ; en mauv. part χείρωμα θανάσιμον SOPH action qui donne la mort de la propre main de qqn, càd mort donnée par la main d’un homme, meurtre;
2 ce qu’on soumet : χείρωμα εὐχερές ESCHL ennemi facile à subjuguer.
Étymologie: χειρόω.
Greek Monolingual
τὸ, Α [χειρῶ (II)]
1. αυτό που είναι εύκολο να καταστεί υποχείριο κάποιου («δούλης θανούσης, εὐμαροῡς χειρώματος», Αισχύλ.)
2. πράξη βίας («ἄφαντος ἔρρει, θανασίμῳ χειρώματι», Σοφ.)
3. έργο καμωμένο με το χέρι («τυμβοχόα χειρώματα», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
χείρωμα: -ατος, τό,
I. 1. αυτό το οποίο κατακτάται, κατάκτηση, σε Αισχύλ.
2. έργο βίας, επίθεση, σε Σοφ.
II. εργασία που έγινε με τα χέρια, τυμβοχόα χειρώματα, λέγεται για χώμα που ρίχνεται πάνω στον τάφο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χείρωμα: ατος τό
1) (собственноручное) действие: τυμβοχόα χειρώματα Aesch. возлияния на могилу; θανάσιμον χ. Soph. умерщвление, убийство;
2) захваченное, добыча: εὐμαρὲς χ. Aesch. легкая добыча, т. е. беззащитная пленница.
Middle Liddell
χείρωμα, ατος, τό, [from χειρόω
I. that which is conquered, a conquest, Aesch.
2. a deed of violence, assault, Soph.
II. a work wrought by the hand, τυμβοχόα χ., of earth thrown up, Aesch.