εὐαισθησία: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evaisthisia
|Transliteration C=evaisthisia
|Beta Code=eu)aisqhsi/a
|Beta Code=eu)aisqhsi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quick sensibility, vigorous capacity of sensation</b>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>76d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>656a16</span>, <span class="title">Stoic.</span>3.32, Aristeas 259, <span class="bibl">Ph.1.104</span>, al., <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>2</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quick sensibility]], [[vigorous capacity of sensation]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>76d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>656a16</span>, <span class="title">Stoic.</span>3.32, Aristeas 259, <span class="bibl">Ph.1.104</span>, al., <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:39, 14 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαισθησία Medium diacritics: εὐαισθησία Low diacritics: ευαισθησία Capitals: ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
Transliteration A: euaisthēsía Transliteration B: euaisthēsia Transliteration C: evaisthisia Beta Code: eu)aisqhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A quick sensibility, vigorous capacity of sensation, Pl. Ti.76d, Arist.PA656a16, Stoic.3.32, Aristeas 259, Ph.1.104, al., Gal. UP8.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, gute, gesunde Sinne, Plat. Tim. 76 d; Arist. part. an. 2, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαισθησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ αἰσθάνεσθαί τι εὐκόλως, Πλάτ. Τίμ. 76D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 6.

Greek Monolingual

η (Α εὐαισθησία) ευαίσθητος
η ιδιότητα του ευαίσθητου, το να αισθάνεται κάποιος κάτι εύκολα, γρήγορα
νεοελλ.
η ευπάθεια («στομαχική ευαισθησία»)
2. η ψυχική ευπάθεια, ο εύκολος επηρεασμός από ηθικές εντυπώσεις, η λεπτότητα τών αισθημάτων («η ευαισθησία του χαρακτήρα»)
3. η ιδιότητα που έχουν ορισμένα μηχανικά όργανα να επηρεάζεται εύκολα η μεγάλη τους ακρίβεια από ελάχιστη φυσική ή άλλη επίδραση («η ευαισθησία του ζυγού», «του θερμομέτρου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Russian (Dvoretsky)

εὐαισθησία: ἡ тонкая чувствительность Plat., Arst.

English (Woodhouse)

quickness to perceive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)