τετραγωνίζω: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetragonizo | |Transliteration C=tetragonizo | ||
|Beta Code=tetragwni/zw | |Beta Code=tetragwni/zw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[make square]], [[square]], of lines or numbers, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>527a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>996b21</span>; <b class="b3">ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον . . ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι</b> all lines which [[form]] an equilateral number [[as their square]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>148a</span>; <b class="b3">τ. τὸν κύκλον</b> [[square]] the circle, <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>171b16</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">APr.</span>69a31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Astrol., to [[be in quartile aspect]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 34</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 12 December 2020
English (LSJ)
A make square, square, of lines or numbers, Pl.R.527a, Arist. Metaph.996b21; ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον . . ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι all lines which form an equilateral number as their square, Pl. Tht.148a; τ. τὸν κύκλον square the circle, Arist.SE171b16:—Pass., Id.APr.69a31. 2 Astrol., to be in quartile aspect, Ptol.Tetr. 34.
German (Pape)
[Seite 1097] viereckig machen; Plat. Theaet. 148 a; κύκλον, Arist. soph. el. 11.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰγωνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ποιῶ τι τετράγωνον, ἐπὶ γραμμῶν ἢ ἀριθμῶν, Πλάτ. Πολ. 527Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 2, 9· ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον... ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, αἱ γραμμαὶ ὅσαι σχηματίζουσιν ἰσόπλευρον ἀριθμὸν ὡς τὸ ἑαυτῶν τετράγωνον, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α· τ. τὸν κύκλον, κατασκευάζω τετράγωνον ἐμβαδὸν ἴσον τῷ τοῦ κύκλου, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 11, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 25, 2.
French (Bailly abrégé)
1 rendre carré ou quadrangulaire;
2 être carré ou quadrangulaire.
Étymologie: τετράγωνος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τετράγωνος
κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνο
νεοελλ.
1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο
2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω
3. φρ. «τετραγωνίζουσα του Ιππία»
μαθημ. καμπύλη που επινοήθηκε από τον Ιππία τον Ηλείο, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν και τον Δεινόστρατο για τη λύση του προβλήματος της τριχοτόμησης μιας γωνίας και για τον τετραγωνισμό του κύκλου και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη διαίρεση μιας γωνίας σε έναν οποιονδήποτε αριθμό ίσων μερών, αλλ. τετραγωνίστρια του Ιππία
αρχ.
αστρολ. αποτελώ, σχηματίζω τετράγωνο με κάποιον.
Greek Monotonic
τετρᾰγωνίζω: Αττ. μέλ. τετραγωνιῶ, κάνω κάτι τετράγωνο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰγωνίζω:
1) делать четырехугольным, превращать в квадрат: τ. τὸν κύκλον Arst. заниматься квадратурой круга;
2) возводить в квадрат (ἀριθμόν Plat.).
Middle Liddell
τετρᾰγωνίζω,
to make square, Plat.