καρύκη: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρύκη''': ῡ, ἡ, «[[βρῶμα]] Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ [[καρύκη]] Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην [[αὐτόθι]] 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. | |lstext='''καρύκη''': ῡ, ἡ, «[[βρῶμα]] Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ [[καρύκη]] Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην [[αὐτόθι]] 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρύκη]], ἡ (Α)<br />([[ιδίως]] στη [[Λυδία]]) [[είδος]] σάλτσας με [[αίμα]] και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», <b> | |mltxt=[[καρύκη]], ἡ (Α)<br />([[ιδίως]] στη [[Λυδία]]) [[είδος]] σάλτσας με [[αίμα]] και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Λυδική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρυκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καρυκοειδής]], [[καρυκοποιός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A rich sauce, invented by the Lydians, composed of blood and spices, Pherecr.181, Ath.12.516c, Gal.8.568, Max.Tyr.3.9, Luc.Tim.54: in pl., Ath.4.160b, Plu.2.664a. (Freq. written καρύκκη in codd. (as also in derivs.), and this spelling is preferred by Hdn.Gr.1.317.)
German (Pape)
[Seite 1331] ἡ, eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.
Greek (Liddell-Scott)
καρύκη: ῡ, ἡ, «βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ καρύκη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην αὐτόθι 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
civet lydien ; ragoût délicat en gén.
Étymologie: DELG emprunt lydien.
Greek Monolingual
καρύκη, ἡ (Α)
(ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική.
ΠΑΡ. καρυκεύω
αρχ.
καρύκινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός.
Greek Monotonic
κᾰρύκη: [ῡ], ἡ, περσικό πιάτο αποτελούμενο από αίμα και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρύκη -ης, ἡ saus (Lydische saus bereid met kruiden en bloed).
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύκη: ἡ тонкое кушанье, изысканное блюдо (род рагу с кровью) Plut., Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a Lydian soup of blood and spices (Pherekr., Ath., Plu., Hdn.).
Other forms: also -ύκκη
Compounds: As 1. member in καρυκο-ειδής (Hp.), -ποιέω (Ar.).
Derivatives: καρύκινος κ.-coloured, i. e. dark-red (X.) and the denominatives 1. καρυκεύω provided with κ., prepare (Alex., Men.), also mix, confound (Erot., H.), with καρυκεία (Ath.), καρύκευμα (Poll., Arist.-comm.); 2. καρυκάζειν ταράττειν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Unexplained, prob. Lydian. The variation points to a Pre-Greek ( = Pre-Antolian) word; Fur.150 n.38. The structure of the word fits Pre-Greek, καρ-υκ- (Beekes, Pre-Greek, Suffixes)
Middle Liddell
κᾰρύ¯κη, ἡ,
a Persian dish, composed of blood and rich spices, Luc.
Frisk Etymology German
καρύκη: (-ύκκη)
{kărú̄kē}
Grammar: f.
Meaning: N. einer lydischen Brühe aus Blut und Gewürzen (Pherekr., Ath., Plu., Hdn. usw.).
Composita : Als Vorderglied u. a. im καρυκοειδής (Hp.), -ποιέω (Ar.).
Derivative: Ableitungen: καρύκινος ‘κ.-farben’, d. i. dunkelrot (X.) und die Denominativa 1. καρυκεύω ‘mit κ. versehen, bereiten, würzen’ (Alex., Men. usw.), auch vermischen, verwirren (Erot., H.), mit καρυκεία (Ath. u. a.), καρύκευμα (Poll., Arist.-Komm. u. a.); 2. καρυκάζειν· ταράττειν H.
Etymology : Unerklärt, wohl lydisch.
Page 1,794