κλαδί: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1445.png Seite 1445]] metaplastischer dat. zu [[κλάδος]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1445.png Seite 1445]] metaplastischer dat. zu [[κλάδος]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλαδί dat. sing. heterocl., zie κλάδος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλᾱδί:''' Arph. dat. sing. к [[κλάδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλᾰδί:'''<b class="num">I.</b> μεταπλ. δοτ. του [[κλάδος]]· [[αλλά]],<br /><b class="num">II.</b> <i>κλᾱδί</i>, Δωρ. δοτ. του [[κλείς]]. | |lsmtext='''κλᾰδί:'''<b class="num">I.</b> μεταπλ. δοτ. του [[κλάδος]]· [[αλλά]],<br /><b class="num">II.</b> <i>κλᾱδί</i>, Δωρ. δοτ. του [[κλείς]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 3 October 2022
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαδί dat. sing. heterocl., zie κλάδος.
Russian (Dvoretsky)
κλᾱδί: Arph. dat. sing. к κλάδος.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Greek Monotonic
κλᾰδί:I. μεταπλ. δοτ. του κλάδος· αλλά,
II. κλᾱδί, Δωρ. δοτ. του κλείς.