σολοικία: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σολοικία:''' ἡ неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.). | |elrutext='''σολοικία:''' ἡ [[неправильность]], [[ошибка]] (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
Greek (Liddell-Scott)
σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.
Greek Monolingual
ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.
Russian (Dvoretsky)
σολοικία: ἡ неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).