τικτικός: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» [[Πολυδ]]. Β΄, 7.
|lstext='''τικτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. [[φάρμακον]], «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον [[φάρμακον]]» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «[[ἐπίτεξ]], [[ἐπίφορος]] καὶ [[ἐπίτοκος]] ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τικτικός Medium diacritics: τικτικός Low diacritics: τικτικός Capitals: ΤΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tiktikós Transliteration B: tiktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: tiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.

German (Pape)

[Seite 1113] zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.

Greek (Liddell-Scott)

τικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. φάρμακον, «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον φάρμακον» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «ἐπίτεξ, ἐπίφορος καὶ ἐπίτοκος ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.

Greek Monolingual

και τεκτικός, -ή, -όν, Α τίκτω / τέκος
1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν
(ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους.

Russian (Dvoretsky)

τικτικός: разрешающий от бремени (φάρμακον Arph.).