σχινοκέφαλος: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schinokefalos | |Transliteration C=schinokefalos | ||
|Beta Code=sxinoke/falos | |Beta Code=sxinoke/falos | ||
|Definition=ον, (<span class="sense" | |Definition=ον, (<span class="sense"> <span class="bld">A</span> σχῖνος <span class="bibl">11</span>) <b class="b2">with a squill-shaped</b>, i.e.<b class="b2">peaked. head</b>, epith. of Pericles, <span class="bibl">Cratin.71</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>3</span>, <span class="bibl">13</span>, <span class="bibl">Poll.2.43</span> (with v.l. [[ἐχιν-]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:30, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, ( A σχῖνος 11) with a squill-shaped, i.e.peaked. head, epith. of Pericles, Cratin.71, cf. Plu.Per.3, 13, Poll.2.43 (with v.l. ἐχιν-).
German (Pape)
[Seite 1056] mit einem großen, länglichen Kopfe, wie die Meerzwiebel; Cratin. nannte so den Perikles, Plut. Pericl. 3.
Greek (Liddell-Scott)
σχῑνοκέφᾰλος: -ον, (σχοῖνος ΙΙ) ὁ ἔχων κεφαλὴν σχήματος σκίλλης δηλ. κεφαλὴν προμήκη καὶ ἀσύμμετρον, ἐπίθετον τοῦ Περικλέους, ὁ σχινοκέφαλος Ζεὺς ὁδὶ προσέρχεται ὁ Περικλέης Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 1· «οἱ δ’ Ἀττικοὶ ποιηταὶ σχινοκέφαλον αὐτὸν ἐκάλουν τὴν γὰρ σκίλλαν ἔστιν ὅτε σχῖνον καλοῦσι» Πλουτ. Περικλ. 3 καὶ 13. Πολυδ. Β΄, 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la tête grosse et allongée (comme un oignon marin).
Étymologie: σχῖνος, κεφαλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο-κέφαλος.
Greek Monotonic
σχῑνοκέφᾰλος: -ον (σχῖνος II), αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα σκυλοκρέμμυδου, δηλ. είναι μακρουλό και ασύμμετρο, επίθ. του Περικλή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σχῑνοκέφᾰλος: с головой в форме морской луковицы, т. е. остроконечной (прозвище Перикла) Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχῑνοκέφαλος -ον [σχῖνος, κεφαλή] met uienhoofd (van Pericles). Plut. Per. 3.4.
Middle Liddell
σχῑνο-κέφᾰλος, ον, σχῖνος II]
with a squill-shaped (i. e. peaked) head, epith. of Pericles, Plut.