αὐτώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=au)tw/dhs
|Beta Code=au)tw/dhs
|Definition=ες, Ion. for [[αὐθάδης]], acc. to <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>74.9</span>, Hsch.: but <span class="bibl">Hdt.6.92</span> has [[αὐθαδέστεροι]].
|Definition=ες, Ion. for [[αὐθάδης]], acc. to <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>74.9</span>, Hsch.: but <span class="bibl">Hdt.6.92</span> has [[αὐθαδέστεροι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[αὐθάδης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτώδης''': -ες, Ἰων. ἀντὶ [[αὐθάδης]] [[Ἀπολλώνιος]] π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς [[τύπος]] αὐθαδέστερον.
|lstext='''αὐτώδης''': -ες, Ἰων. ἀντὶ [[αὐθάδης]] [[Ἀπολλώνιος]] π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς [[τύπος]] αὐθαδέστερον.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[αὐθάδης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. που προήλθε με [[συναίρεση]] και ιωνική [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτοFάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>Faδ</i>-, <i>αδείν</i> ([[ανδάνω]]), [[άδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αυθάδης]])].
|mltxt=[[αὐτώδης]], -ες (Α)<br />ο [[αυθάδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός τ. που προήλθε με [[συναίρεση]] και ιωνική [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτοFάδης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>Faδ</i>-, <i>αδείν</i> ([[ανδάνω]]), [[άδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αυθάδης]])].
}}
}}

Revision as of 12:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτώδης Medium diacritics: αὐτώδης Low diacritics: αυτώδης Capitals: ΑΥΤΩΔΗΣ
Transliteration A: autṓdēs Transliteration B: autōdēs Transliteration C: aftodis Beta Code: au)tw/dhs

English (LSJ)

ες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.

Spanish (DGE)

v. αὐθάδης.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.

Greek Monolingual

αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].