διελκυστίνδα: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dielkystinda | |Transliteration C=dielkystinda | ||
|Beta Code=dielkusti/nda | |Beta Code=dielkusti/nda | ||
|Definition=[[παίζειν]], <span class="sense" | |Definition=[[παίζειν]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tug-of-war</b>, <span class="bibl">Poll.9.112</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:55, 10 December 2020
English (LSJ)
παίζειν, A tug-of-war, Poll.9.112.
German (Pape)
[Seite 619] παίζειν, Poll. 9, 112, das Ziehspiel, wobei ein Theil den andern über eine bestimmte Gränze zu ziehen suchte.
Greek (Liddell-Scott)
διελκυστίνδα: παίζειν, ἢ παιδιά, παιδιά, καθ’ ἣν ἑκάτερον μέρος τῶν παιζόντων προσπαθεῖ νὰ σύρῃ πρὸς τὸ μέρος του τὸ ἕτερον πέραν τῆς γραμμῆς ἐν τῷ μέσῳ, Πολυδ. Ι΄, 112· πρβλ. γραμμή.
Spanish (DGE)
adv. a la cuerda n. de juego practicado en la palestra, Poll.9.112, Hsch.
Greek Monolingual
η (Α επίρρ. διελκυστίνδα)
παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή
νεοελλ.
φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» — η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να προσεταιριστούν οπαδούς ή να αποκτήσουν πολιτικά οφέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διελκυστός + (επιρρ. επίθημα) -ινδα που εμπεριέχει τη σημασία του παιχνιδιού (πρβλ. ακινητ-ίνδα, στρεπτ-ίνδα). Στη Νέα Ελληνική η λ. έχει ουσιαστικοποιηθεί].