μυλικός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mylikos
|Transliteration C=mylikos
|Beta Code=muliko/s
|Beta Code=muliko/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μύλη <span class="bibl">1</span>) [[for a mill]], λίθος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>17.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ([[μύλη]] V) [[of]] or [[for the grinders]], <b class="b3">ἡ μ</b>. (sc. [[ἔμπλαστρος]]) remedy [[for toothache]], Gal.12.869, 877.</span>
|Definition=ή, όν, (<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μύλη <span class="bibl">1</span>) [[for a mill]], λίθος <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>17.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ([[μύλη]] V) [[of]] or [[for the grinders]], <b class="b3">ἡ μ</b>. (sc. [[ἔμπλαστρος]]) remedy [[for toothache]], Gal.12.869, 877.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:57, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλικός Medium diacritics: μυλικός Low diacritics: μυλικός Capitals: ΜΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: mylikós Transliteration B: mylikos Transliteration C: mylikos Beta Code: muliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (   A μύλη 1) for a mill, λίθος Ev.Luc.17.2.    II (μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.

German (Pape)

[Seite 217] zur Mühle gehörig, λίθος, Mühlstein, N. T. – Für die Backenzähne dienlich, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλικός: -ή, -όν, (μύλη) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, λίθος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: κάνθων μ., ἐργαστήριον μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., φάρμακον πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de meule, de moulin;
2 qui concerne les molaires.
Étymologie: μύλη.

English (Strong)

from μύλος; belonging to a mill: mill(-stone).

English (Thayer)

(μύλινος) μυλινη, μύλινον;
1. made of mill-stones: Boeckh, Inscriptions 2, p. 784, no. 3371,4.
2. equivalent to μυλικός (see the preceding word): L WH.

Greek Monolingual

μυλικός, -ή, -όν (ΑΜ) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική
(ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο.

Greek Monotonic

μῠλικός: -ή, -όν (μύλη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, λίθος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μῠλικός: мельничный (λίθος NT).

Middle Liddell

μῠλικός, ή, όν μύλη
of or for a mill, λίθος NTest.

Chinese

原文音譯:mulikÒj 祕利可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:磨(著)
字義溯源:磨坊的,磨;源自(μύλινος / μύλος)*=磨石)。參讀 (μύλινος / μύλος)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 磨(1) 路17:2