παραιρώ: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον και το [[οικειοποιούμαι]] («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]], [[παίρνω]] («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μειώνω]], [[μετριάζω]], [[λιγοστεύω]] («τοῦτο παραιρεῑται τὴν [[θρασύτητα]] τὴν τούτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα ή, γενικά, από [[κάτι]] το οποίο είχε<br />ε) [[στερώ]] τον εαυτό μου από [[κάτι]]<br />στ) (για ποταμό) [[αποκόβω]], [[παρασύρω]]<br />ζ) [[υπεξαιρώ]], [[κλέβω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — [[αποφεύγω]] [[κατάρα]] στρέφοντάς την [[εναντίον]] άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:41, 24 October 2020
Greek Monolingual
-έω, Α αιρώ
1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω
2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)
3. μέσ. παραιροῦμαι, -έομαι
α) αποσπώ κάτι από κάποιον και το οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ, παίρνω («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», Ξεν.)
γ) μειώνω, μετριάζω, λιγοστεύω («τοῦτο παραιρεῑται τὴν θρασύτητα τὴν τούτων», Δημοσθ.)
δ) στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα ή, γενικά, από κάτι το οποίο είχε
ε) στερώ τον εαυτό μου από κάτι
στ) (για ποταμό) αποκόβω, παρασύρω
ζ) υπεξαιρώ, κλέβω
4. φρ. «παραιρεῑν ἀρὰν εἴς τινα» — αποφεύγω κατάρα στρέφοντάς την εναντίον άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῑλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», Ευρ.).