βοῦα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voya
|Transliteration C=voya
|Beta Code=bou=a
|Beta Code=bou=a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀγέλη παίδων]], at Sparta, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀγέλη παίδων]], at Sparta, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:30, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοῦα Medium diacritics: βοῦα Low diacritics: βούα Capitals: ΒΟΥΑ
Transliteration A: boûa Transliteration B: boua Transliteration C: voya Beta Code: bou=a

English (LSJ)

ἡ, A = ἀγέλη παίδων, at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ἡ, eine Abtheilung der spartanischen Jugend, Hesych.

Greek Monolingual

βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.?
Meaning: ἀγέλη παίδων. Λάκωνες. H.
Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)
Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.

Frisk Etymology German

βοῦα: {boũa}
Meaning: ἀγέλη παίδων.
Derivative:βουαγόρ· ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H., auch Inschr. (neben βουαγός). Hierher noch συμβοῦαι· συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει· ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Etymology : Nach v. Blumenthal Hesychst. 9 illyrisch = φυή; semantisch unbefriedigend. Vgl. Bechtel Dial. 2, 368f. und Kretschmer Glotta 17, 242 m. Lit., die an das offenbar damit zusammenhängende βουὅα· ἀγέλη τις EM (zu σεύειν?) erinnern.
Page 1,255