καινοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainofanis
|Transliteration C=kainofanis
|Beta Code=kainofanh/s
|Beta Code=kainofanh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appearing new]], λέξεις <span class="bibl">Eust.39.16</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[appearing new]], λέξεις <span class="bibl">Eust.39.16</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοφᾰνής Medium diacritics: καινοφανής Low diacritics: καινοφανής Capitals: ΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: kainophanḗs Transliteration B: kainophanēs Transliteration C: kainofanis Beta Code: kainofanh/s

English (LSJ)

ές, A appearing new, λέξεις Eust.39.16.

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu aussehend, ungewöhnlich, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοφᾰνής: -ές, φαινόμενος καινός, οὐχὶ συνήθης, Εὐστ. 39. 16.

Greek Monolingual

-ές (Μ καινοφανής, -ές)
αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυποςκαινοφανής αστέρας»)
νεοελλ.
1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος
2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές
το ασυνήθιστο, η παραδοξότητα, η αλλοκοτιά.
επίρρ...
καινοφανώς
με καινοφανή, με πρωτάκουστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός < -φανής (< θ. φαν- του φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β' -φάν-ην), πρβλ. αληθο-φανής περι-φανής].