κατακάρδιος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakardios | |Transliteration C=katakardios | ||
|Beta Code=kataka/rdios | |Beta Code=kataka/rdios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in]] or [[to the heart]], πληγαί <span class="bibl">Hdn.7.11.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A in or to the heart, πληγαί Hdn.7.11.3.
German (Pape)
[Seite 1352] gegen das Herz, in's Herz; πληγή Hdn. 7, 11, 6; βάλλειν κατακάρδια Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακάρδιος: -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389.
Greek Monolingual
κατακάρδιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στην καρδιά («κατακάρδιος πληγή»)
μσν.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κατακάρδια
εγκάρδια
2. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ κατακάρδιον
κλάδος της μουριάς στραμμένος προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά καρδίαν].