οἰοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiochiton
|Transliteration C=oiochiton
|Beta Code=oi)oxi/twn
|Beta Code=oi)oxi/twn
|Definition=[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with only a tunic on, lightly clad</b>, <span class="bibl">Od.14.489</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.16</span> (expld. as = [[προβατοχίτων]], <b class="b2">in a sheep-skin tunic</b>, Hsch.).</span>
|Definition=[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">with only a tunic on, lightly clad</b>, <span class="bibl">Od.14.489</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.16</span> (expld. as = [[προβατοχίτων]], <b class="b2">in a sheep-skin tunic</b>, Hsch.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοχίτων Medium diacritics: οἰοχίτων Low diacritics: οιοχίτων Capitals: ΟΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: oiochítōn Transliteration B: oiochitōn Transliteration C: oiochiton Beta Code: oi)oxi/twn

English (LSJ)

[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn.D.8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.

English (Autenrieth)

ωνος: with tunic only, Od. 14.489†.

Greek Monolingual

(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονο-χίτων)].
(II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινο-χίτων)].

Greek Monotonic

οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος ελαφρά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰοχίτων: ωνος adj. одетый только в хитон Hom.

Middle Liddell

οἰο-χί˘των, ωνος, ὁ, ἡ,
with only a tunic on, lightly clad, Od.