παγερός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pageros
|Transliteration C=pageros
|Beta Code=pagero/s
|Beta Code=pagero/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[frosty]], [[cold]], <span class="bibl">D.Chr.30.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ π</b>. [[power of coagulation]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span> 2.2</span>: Comp. <b class="b3">-ώτερος</b> [[more coagulated]], <span class="bibl">Id.<span class="title">SA</span>2.2</span> (παγετ-codd.).</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[frosty]], [[cold]], <span class="bibl">D.Chr.30.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ π</b>. [[power of coagulation]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span> 2.2</span>: Comp. <b class="b3">-ώτερος</b> [[more coagulated]], <span class="bibl">Id.<span class="title">SA</span>2.2</span> (παγετ-codd.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:56, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰγερός Medium diacritics: παγερός Low diacritics: παγερός Capitals: ΠΑΓΕΡΟΣ
Transliteration A: pagerós Transliteration B: pageros Transliteration C: pageros Beta Code: pagero/s

English (LSJ)

ά, όν, A frosty, cold, D.Chr.30.11. II τὸ π. power of coagulation, Aret.CA 2.2: Comp. -ώτερος more coagulated, Id.SA2.2 (παγετ-codd.).

German (Pape)

[Seite 435] geronnen, gefroren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰγερός: -ά, -όν, παγετώδης, ψυχρός, Δίων Χρυσ. 1, σ. 550. ΙΙ. ὁ ἐπιτήδειος εἰς σύμπηξιν ἢ στερέωσιν, τὸ παγερὸν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (ΑΜ παγερός, -ά, -όν)
ψυχρός σαν πάγος, παγωμένος, παγετώδης
νεοελλ.
1. μτφ. (για τρόπο, στάση και συμπεριφορά) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάρης και ζεστασιάς, κρύος, σχεδόν εχθρικός («παγερή χειρονομία»)
2. συνεκδ. απρόθυμος, ανόρεκτος
3. το αρσ. ως ουσ. ο παγερός ζωολ. είδος άγριας μικρόσωμης γάτας
αρχ.
1. ο κατάλληλος για πήξη, αυτός που πήζεται («αἷμα μελάντερον καὶ παγερώτερον», Αρετ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγερόν
η ικανότητα για πήξη.
επίρρ...
παγερά
με παγερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθον-ερός)].