συνεκπλέω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synekpleo | |Transliteration C=synekpleo | ||
|Beta Code=sunekple/w | |Beta Code=sunekple/w | ||
|Definition=Ion. συνεκ-πλώω: fut. inf. <span class="sense"> | |Definition=Ion. συνεκ-πλώω: fut. inf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -πλευσεῖσθαι <span class="bibl">Lys.13.25</span>:—[[sail out along with]], c. dat., <span class="bibl">Hdt.1.5</span>, etc.; μετά τινος <span class="bibl">Lys.13.27</span>: abs., ib.25, <span class="bibl">Th.4.3</span>: [[Συνεκπλέουσα]] or <b class="b3">-αι</b>, name of a Comedy by Philippides.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:43, 31 December 2020
English (LSJ)
Ion. συνεκ-πλώω: fut. inf. A -πλευσεῖσθαι Lys.13.25:—sail out along with, c. dat., Hdt.1.5, etc.; μετά τινος Lys.13.27: abs., ib.25, Th.4.3: Συνεκπλέουσα or -αι, name of a Comedy by Philippides.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. πλέω), mit od. zugleich zu Schiffe herausfahren; Thuc. 4, 3; Lys. 13, 23; Is. 6, 2; Dem. u. Folgde, wie Luc. D. D. 20, 15. S. συνεκπλώω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπλέω: Ἰων. -πλώω· μέλλ. -πλευσεῖσθαι Λυσί. 132. 7. Ἐκπλέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 1. 5, Θουκ. 4. 3, κτλ.· μετά τινος Λυσί. 132. 16· ἀπολ., αὐτόθι 7 καὶ 10· ― Συνεκπλέουσα ἢ -αι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Φιλιππίδου.
French (Bailly abrégé)
s’embarquer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐκπλέω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συνεκπλώω Α
1. εκπλέω μαζί με κάποιον
2. (το θηλ. της μτχ. ενεστ. στον εν. ή στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνεκπλέουσα ή Συνεκπλέουσαι
ονομασία κωμωδίας του Φιλιππίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπλέω «αποπλέω, διαπλέω»].
Greek Monotonic
συνεκπλέω: Ιων. -πλώω, μέλ. -πλεύσομαι, πλέω στα ανοιχτά μαζί με κάποιον, τινί, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπλέω: ион. συνεκπλώω (inf. fut. συνεκπλευσεῖσθαι Lys.) отплыть вместе (τινι Her., Thuc. и μετά τινος Lys.; εἰς Λιβύην Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπλέω, Att. ook ξυνεκπλέω samen (met...) of tegelijk (met...) uitvaren; met dat., met μετά + gen. met iem.
Middle Liddell
ionic -πλώω fut. -πλεύσομαι
to sail out along with, τινί Hdt., Thuc.