φθισικός: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthisikos | |Transliteration C=fthisikos | ||
|Beta Code=fqisiko/s | |Beta Code=fqisiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consumptive]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>884a11</span>, Dsc.1.72, Sor.<span class="title">Vit.Hippocr.</span>5, Plu.2.674b, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.13.20</span>, etc.: metaph., σε . . φθόνος φθισικὸν πεποίηκε <span class="bibl">Men.540.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A consumptive, Arist.Pr.884a11, Dsc.1.72, Sor.Vit.Hippocr.5, Plu.2.674b, Arr.Epict.3.13.20, etc.: metaph., σε . . φθόνος φθισικὸν πεποίηκε Men.540.7.
German (Pape)
[Seite 1271] 1) an der Auszehrung leidend, sich dazu hinneigend, schwindsüchtig. – 2) akt., auszehrend; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐσικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ φθίσεως πάσχων, κοινῶς «χτικιασμένος», Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 12. 7, Ἀριστ. Προβλ. 5. 31· φθισικοὺς μὲν ὁρῶντες δυσχεραίνομεν, ἀνδριάντας δὲ καὶ γραφὰς φθισικῶν ἠδέως θεώμεθα Πλούτ. 2. 674Β, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
atteint de consomption, phtisique, tuberculeux.
Étymologie: φθίω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φθισικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φτισικός, -ή, -ό και τ. θηλ. φτισικιά Ν φθίσις
αυτός που πάσχει από φθίση, φυματικός
νεοελλ.
μτφ. (στην ποίηση) αυτός που μοιάζει να έχει φθίση («ο άρρωστος Φθινόπωρος, μ' όψη φθισική», Βιζυην.).
Russian (Dvoretsky)
φθισικός: больной чахоткой Arst., Plut.