χαλκομίτρας: Difference between revisions
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkomitras | |Transliteration C=chalkomitras | ||
|Beta Code=xalkomi/tras | |Beta Code=xalkomi/tras | ||
|Definition=α, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=α, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with]] [[μίτρη]] [[of bronze]], Κάστωρ <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span> 10.90</span> (to be restored for <b class="b3">χαλκεομ-</b>):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 31 December 2020
English (LSJ)
α, ὁ, A with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.
German (Pape)
[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.
French (Bailly abrégé)
α;
adj. m.
à la ceinture garnie d’airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.
English (Slater)
χαλκομίτρας
1 with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)
Greek Monolingual
και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο-μίτρης].
Greek Monotonic
χαλκομίτρας: -α, ὁ, αυτός που έχει μίτρα ή ζώνη από χαλκό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκομίτρας: α adj. m имеющий на себе пояс с медной или бронзовой отделкой (Κάστωρ Pind.).