ἐδητύς: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=editys | |Transliteration C=editys | ||
|Beta Code=e)dhtu/s | |Beta Code=e)dhtu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ύος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[meat]], [[food]], in Hom. always in phrase, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο <span class="bibl">Il.1.469</span>, etc.; exc. <span class="bibl">Od.6.250</span> <b class="b3">δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:55, 1 January 2021
English (LSJ)
ύος, ἡ, A meat, food, in Hom. always in phrase, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Il.1.469, etc.; exc. Od.6.250 δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
German (Pape)
[Seite 715] ύος, ἡ, Speise, Essen, Od. 4, 788 u. öfter, neben πόσις; übh. Nahrung, 6, 250.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητόν, παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει: πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, ἐκορέσθησαν ἐσθίοντες καὶ πίνοντες, Ἰλ. Α. 469. κτλ.· πλὴν ἐν Ὀδ. Ζ. 250, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
le manger ; nourriture en gén.
Étymologie: ἔδω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
comida, alimento πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο Il.1.469, h.Ap.513, cf. Il.11.780, h.Cer.200, δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος Od.6.250, οὐδὲ γὰρ αὐτῶν ἔτλη τις πάσσασθαι ἐδητύος ninguno de ellos se atrevió a tomar alimento A.R.1.1072, cf. 2.228, 269, ἐδητύος ἰσχανόωντες Q.S.4.221, ἵμερον ... ἐδητύος Orph.L.723, cf. Opp.H.1.135, 3.455.
Greek Monolingual
ἐδητύς, η (Α)
φαγητὸ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδω. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του -η- στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς, βοητύς κ.ά.].
Greek Monotonic
ἐδητύς: -ύος, ἡ, τροφή, φαγητό, (ἔδω), σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐδητύς: ύος ἡ Hom. = ἔδεσμα.