ἐρωτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erotimatikos
|Transliteration C=erotimatikos
|Beta Code=e)rwthmatiko/s
|Beta Code=e)rwthmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[interrogative]], ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.11</span> ; χρεῖαι <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Prog.</span>3</span>. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> Theo<span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1225</span>, etc.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interrogative]], ὄνομα <span class="bibl">D.T.636.11</span> ; χρεῖαι <span class="bibl">Hermog. <span class="title">Prog.</span>3</span>. Adv.<b class="b3">-κῶς</b> Theo<span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>4</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1225</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτηματικός Medium diacritics: ἐρωτηματικός Low diacritics: ερωτηματικός Capitals: ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erōtēmatikós Transliteration B: erōtēmatikos Transliteration C: erotimatikos Beta Code: e)rwthmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A interrogative, ὄνομα D.T.636.11 ; χρεῖαι Hermog. Prog.3. Adv.-κῶς TheoProg.4, Sch.Ar.Nu.1225, etc.

German (Pape)

[Seite 1041] zur Frage gehörig, fragweise, λόγος, eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτηματικός: -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
interrogatif ; t. de gramm. τὸ ὄνομα ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.
Étymologie: ἐρώτημα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτημᾰτικός: грам. вопросительный (ὄνομα).