ὑπουργικός: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypourgikos
|Transliteration C=ypourgikos
|Beta Code=u(pourgiko/s
|Beta Code=u(pourgiko/s
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δύναμις <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.68C.</span>; γένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>143b</span>.</span>
|Definition=ή, όν, = sq., <span class="sense"><span class="bld">A</span> δύναμις <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Alc.</span>p.68C.</span>; γένος <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>143b</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:23, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργικός Medium diacritics: ὑπουργικός Low diacritics: υπουργικός Capitals: ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: hypourgikós Transliteration B: hypourgikos Transliteration C: ypourgikos Beta Code: u(pourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = sq., A δύναμις Procl. in Alc.p.68C.; γένος Jul.Gal.143b.

German (Pape)

[Seite 1238] ή, όν, zum ὑπουργός gehörig, dienstfertig, gefällig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργικός: -ή, -όν, ὑπηρετικός, ὑποχρεωτικός, ἀγαθός, εὐγενής, Ἰουστῖν. Μάρτ. 207Β, κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 469Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπουργός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος»)
2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» — το σύνολο τών υπουργών της κυβέρνησης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που βοηθάει («πῶς οὐκ εἰσὶ τῶν φθορίμων πραγμάτων τὰ ἄφθαρτα ὑπουργικά;», Ιουστίν.)
2. υπηρετικός, δουλικόςγένος ὑπηρετικὸν καὶ ὑπουργικὸν τοῑς κρείττοσι», Ιουλιαν.)
επίρρ...
υπουργικώς / ὑπουργικῶς ΝΜΑ, και υπουργικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που ταιριάζει σε υπουργό
μσν.-αρχ.
με τρόπο που ταιριάζει σε κατώτερο σε σχέση με κάποιον άλλο («καταβέβηκα, ἔφη
αὐθαιρετικῶς, φησιν, οὐχ ὑπουργικῶς», Δίδ.).