τροχηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochilatis
|Transliteration C=trochilatis
|Beta Code=troxhla/ths
|Beta Code=troxhla/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[charioteer]], formed like [[ἱππηλάτης]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>806</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>39</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> τροχηλάτης [[ἵππος]] = [[currilis]] [[equus]], Gloss.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[charioteer]], formed like [[ἱππηλάτης]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>806</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> τροχηλάτης [[ἵππος]] = [[currilis]] [[equus]], Gloss.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλάτης Medium diacritics: τροχηλάτης Low diacritics: τροχηλάτης Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: trochēlátēs Transliteration B: trochēlatēs Transliteration C: trochilatis Beta Code: troxhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39. 2 τροχηλάτης ἵππος = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner.

Russian (Dvoretsky)

τροχηλάτης: ου (ᾰ) ὁ возница Soph., Eur., Sext.

Middle Liddell

τροχ-ηλά˘της, ου, ὁ, ἐλαύνω
one who guides wheels, i. e. a charioteer, Soph., Eur.