Κυθέρεια: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κυθέρεια]] και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)<br />[[προσωνυμία]] της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Κυθέρεια]] και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)<br />[[προσωνυμία]] της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κύθηρα]], με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- (> -<i>ε</i>-) για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:35, 29 December 2020
English (LSJ)
ἡ, Cythereia, surname of Aphrodite, Od.8.288, 18.193, from the city Κύθηρα in Crete, or from the island Κύθηρα; Κυπρογενὴς K.h.Hom.10.1; K. A Ἀφροδίτη Musae.38 (s.v.l.):—also Κῠθήρη, Anacreont. 14.11; Κῠθείρη v.l. in Opp.C.1.39; Κῠθέρη, AP6.209 (Antip. Thess.), Epigr. ap. Luc.Symp.41; Κῠθηριάς, άδος, AP6.190 (Gaet.), 206 (Antip. Sid.); Κῠθερηϊάς, Man.4.359.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠθέρεια: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 288, Σ. 193, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ πόλεως Κύθηρα, ἢ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύθηρα· προσέτι Κυπρογενὴς Κυθέρεια, Ὁμ. Ὕμν. 9. 1· Κυθέρεια Ἀφροδίτη Μουσαῖ. 37· ― ὡσαύτως Κυθήρη, Ἀνακρεόντ.· Κυθείρη, Ὀππ., κλ.· Κυθέρη, Ἀνθ. Π. 6. 209, Ἐπιγρ. ἐν Λουκ. Συμπ. 41· Κυθηριάς, -άδος, Ἀνθ. Π. 6. 190, 206· Κυθερηιάς, Μανέθων 4. 359. Πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 606.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
la déesse de Cythère (Aphrodite).
Étymologie: Κύθηρα.
English (Autenrieth)
Cytherēa, epithet of Aphrodite, from the island of Cythēra.
Spanish
Greek Monolingual
Κυθέρεια και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)
προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύθηρα, με βράχυνση του -η- (> -ε-) για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
Κῠθέρεια: ἡ, Κυθέρεια, επώνυμο της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης Κυθέρη και Κυθηριάς, -άδος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Κῠθέρεια: эп.-ион. Κυθερείη, эол. Κυθέρηα adj. f Киферийская или Киферская (эпитет Афродиты) Hom., HH, Sappho.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.
Middle Liddell
Κῠθέρεια, ἡ,
Cythereia, surname of Aphrodite, Od.:— also Κυθέρη, and Κυθηριάς, άδος, Anth. [from Κύ˘θηρα]
Frisk Etymology German
Κυθέρεια: {Kuthéreia}
Grammar: f.
Meaning: Beiname der Aphrodite (Od.); von der Insel (τὰ) Κύθηρα mit Kürzung des η wegen des Verses (v. Wilamowitz Glaube 1, 95 A. 9) nach εὐπατέρεια u. a.
Etymology : Nicht mit Güntert Kalypso 187 f. nach antiken Grammatikern zu κεύθω.
Page 2,43