βορβορυγμός: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βορβορυγμός:''' ὁ урчание в животе Luc.
|elrutext='''βορβορυγμός:''' ὁ [[урчание в животе]] Luc.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] gerommel (in de buik). Hp.
|elnltext=[[βορβορυγμός]] -οῦ, ὁ [[βορβορύζω]] gerommel (in de buik). Hp.
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβορυγμός Medium diacritics: βορβορυγμός Low diacritics: βορβορυγμός Capitals: ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: borborygmós Transliteration B: borborygmos Transliteration C: vorvorygmos Beta Code: borborugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A intestinal rumbling, Hp.Prog.11; belching, Suid.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das Knurren, Kullern im Bauche, Diosc.; Luc. Lexiph. 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme, bruit des intestins.
Étymologie: DELG étym. inconnue, non i.-e. ; cf. κορκορυγμός.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 gorgoteo, medic. borborigmo Hp.Prog.11, Epid.4.56, Coac.275, Gal.17(2).31, Luc.Lex.20, Cael.Aur.CP 3.20.194.
2 eructo πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν β. Iambl.Fr.51, cf. Sud.

Greek Monolingual

ο (Α βορβορυγμός) βορβορύζω
γουργούρισμα στην κοιλιά, που προέρχεται από τη μετατόπιση των αερίων, τα οποία είναι ανακατωμένα με το εντερικό περιεχόμενο.

Russian (Dvoretsky)

βορβορυγμός:урчание в животе Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβορυγμός -οῦ, ὁ βορβορύζω gerommel (in de buik). Hp.