βύζην: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[abundantemente]], [[a borbotones]] ([[αἷμα]]) β. ἀπιόν Hp.<i>Nat.Puer</i>.15, cf. <i>Mul</i>.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. <i>Epigr.Adesp</i>.982.8.<br /><b class="num">2</b> [[apretadamente]], [[estrechamente]] τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves</i> Th.4.8, Arr.<i>An</i>.2.20.8, App.<i>Pun</i>.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.<i>Lex</i>.4<br /><b class="num">•</b>de pers. [[todos juntos]] κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos</i> I.<i>BI</i> 3.296, cf. A.D.<i>Adu</i>.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29. | |dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[abundantemente]], [[a borbotones]] ([[αἷμα]]) β. ἀπιόν Hp.<i>Nat.Puer</i>.15, cf. <i>Mul</i>.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. <i>Epigr.Adesp</i>.982.8.<br /><b class="num">2</b> [[apretadamente]], [[estrechamente]] τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves</i> Th.4.8, Arr.<i>An</i>.2.20.8, App.<i>Pun</i>.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.<i>Lex</i>.4<br /><b class="num">•</b>de pers. [[todos juntos]] κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos</i> I.<i>BI</i> 3.296, cf. A.D.<i>Adu</i>.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *βυσ-δην, cf. [[βυνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:35, 20 July 2021
English (LSJ)
Adv. A close pressed, closely, β. κλείειν Th.4.8, cf. Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, etc.; β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4; τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382. II = ἁθρόως (cf. Erot.), Hp.Nat.Puer.15, Mul.1.5.
German (Pape)
[Seite 467] voll, dicht, gedrängt, Thuc. 4, 8, Schol. ἀθρόως, cf. B. A. 612. 942; Arr. An. 1, 19, 3; Luc. Lexiph. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βύζην: ἐπίρρ., στενῶς πεπιεσμένος, στενῶς, β. κλείειν Θουκ. 4. 8.
French (Bailly abrégé)
adv.
en masse, en tas.
Étymologie: βύω.
Spanish (DGE)
adv.
1 abundantemente, a borbotones (αἷμα) β. ἀπιόν Hp.Nat.Puer.15, cf. Mul.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. Epigr.Adesp.982.8.
2 apretadamente, estrechamente τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves Th.4.8, Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4
•de pers. todos juntos κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos I.BI 3.296, cf. A.D.Adu.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.
• Etimología: De *βυσ-δην, cf. βυνέω.
Greek Monolingual
βύζην επίρρ. (Α)
στενά, πυκνά, σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσδην < (θ.) βυσ- του αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) -δην].
Greek Monotonic
βύζην: (βύω), επίρρ., σφιχτά πιεσμένα, στενά κλεισμένα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
βύζην: adv. плотно, вплотную (τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βύζην βύω adv., dicht op elkaar.