γομφιάζω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[tener dentera]] o [[rechinar los dientes]] οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν LXX <i>Ez</i>.18.2, c. ac. de rel. γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου LXX <i>Si</i>.30.10. | |dgtxt=[[tener dentera]] o [[rechinar los dientes]] οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν [[LXX]] <i>Ez</i>.18.2, c. ac. de rel. γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου [[LXX]] <i>Si</i>.30.10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γομφιάζω]] (Α) [[γομφίος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] πόνο [[κατά]] την [[έκφυση]] τών γομφίων<br /><b>2.</b> [[τρίζω]] τα δόντια μου<br /><b>3.</b> [[πονώ]] στα δόντια γενικά. | |mltxt=[[γομφιάζω]] (Α) [[γομφίος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] πόνο [[κατά]] την [[έκφυση]] τών γομφίων<br /><b>2.</b> [[τρίζω]] τα δόντια μου<br /><b>3.</b> [[πονώ]] στα δόντια γενικά. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 20 June 2022
English (LSJ)
A have pain in the back teeth or gnash them, γ. τοὺς ὀδόντας LXX Si.30.10. 2 of the teeth, suffer pain, ib.Ez.18.2.
German (Pape)
[Seite 500] beim Durchbrechen der Backenzähne (γομφίοι) Schmerz empfinden, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
γομφιάζω: ἔχω πόνους εἰς τοὺς ὀπίσω ὀδόντας (γομφίους) ἢ τρίζω αὐτούς, γ. τοὺς ὀδόντας Ἑβδ. (Σειράχ λ΄, 10). 2) ἐπὶ τῶν ὀδόντων, πονῶ, αὐτόθι (Ἱεζεκ. ιη΄, 2).
Spanish (DGE)
tener dentera o rechinar los dientes οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν LXX Ez.18.2, c. ac. de rel. γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου LXX Si.30.10.
Greek Monolingual
γομφιάζω (Α) γομφίος
1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων
2. τρίζω τα δόντια μου
3. πονώ στα δόντια γενικά.