γραμματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> frec. γραμματηφ- (esp. pap.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[portador de cartas]], [[mensajero]] γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. <i>TAM</i> 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.<i>Pel</i>.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.<i>Rh.Pr</i>.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. <i>Vit.Aesop.G</i> 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.<i>Galb</i>.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.<i>AI</i> 11.318.<br /><b class="num">2</b> esp. biz. [[cartero]], [[correo del servicio postal urgente, esp. fluvial]] [[ἁλιαδίτης]] ἤτοι [[γραμματηφόρος]] τοῦ ὀξέως δρόμου <i>PFlor</i>.39.6 (IV d.C.) en <i>BL</i> 1.138, cf. <i>PSI</i> 1108.8 (IV d.C.), <i>POxy</i>.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν <i>PBeatty Panop</i>.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι <i>PBeatty Panop</i>.1.253 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> adj.<br /><b class="num">1</b> [[portador de la carta]], [[que lleva la carta, o más bien esta carta]] οἱ γραμματηφόροι γεωργοί <i>PLond</i>.1073.1 (VI d.C.), γ. [[ἀνήρ]] <i>PMasp</i>.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς <i>POxy</i>.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου <i>POxy</i>.1858.3 (VI/VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[Ἑλλάδιος]] ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου <i>PMasp</i>.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. <i>Stud.Pal</i>.20.212.1 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[del servicio de correos]], [[postal]] ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox</i>, <i>POxy</i>.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> frec. γραμματηφ- (esp. pap.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[portador de cartas]], [[mensajero]] γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. <i>TAM</i> 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.<i>Pel</i>.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.<i>Rh.Pr</i>.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. <i>Vit.Aesop.G</i> 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.<i>Galb</i>.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.<i>AI</i> 11.318.<br /><b class="num">2</b> esp. biz. [[cartero]], [[correo del servicio postal urgente, esp. fluvial]] [[ἁλιαδίτης]] ἤτοι [[γραμματηφόρος]] τοῦ ὀξέως δρόμου <i>PFlor</i>.39.6 (IV d.C.) en <i>BL</i> 1.138, cf. <i>PSI</i> 1108.8 (IV d.C.), <i>POxy</i>.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν <i>PBeatty Panop</i>.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι <i>PBeatty Panop</i>.1.253 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> adj.<br /><b class="num">1</b> [[portador de la carta]], [[que lleva la carta, o más bien esta carta]] οἱ γραμματηφόροι γεωργοί <i>PLond</i>.1073.1 (VI d.C.), γ. [[ἀνήρ]] <i>PMasp</i>.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς <i>POxy</i>.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου <i>POxy</i>.1858.3 (VI/VII d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[Ἑλλάδιος]] ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου <i>PMasp</i>.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. <i>Stud.Pal</i>.20.212.1 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[del servicio de correos]], [[postal]] ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox</i>, <i>POxy</i>.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:36, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτοφόρος Medium diacritics: γραμματοφόρος Low diacritics: γραμματοφόρος Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: grammatophóros Transliteration B: grammatophoros Transliteration C: grammatoforos Beta Code: grammatofo/ros

English (LSJ)

ὁ, A letter-carrier, Plb. 2.61.4, al., Plu.Pel.10.

German (Pape)

[Seite 504] Briefe tragend, tabellarius, Pol. 2, 61, 4 u. öfter; Luc. rhet. praec. 5; auch γραμματηφόρος, s. Lob. zu Phryn. 682.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐπιστολάς, Πολύβ. 2. 61, 4, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui porte des lettres (lat. tabellarius).
Étymologie: γράμμα, φέρω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): frec. γραμματηφ- (esp. pap.)
I 1portador de cartas, mensajero γραμματοφόρον εἰσήγαγον Plb.1.79.9, ἐξαπέστειλε ... γραμματοφόρους Plb.2.61.4, ὁ ... πρεσβευτὴς ἢ γ. TAM 3.2.20 (Termeso II a.C.), ὁ γ. καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπιδούς Plu.Pel.10, ἔδει δὲ πανταχόσε τῆς ἀρχῆς διαθεῖν τοὺς γραμματηφόρους τὰ ἐπιτάγματα τοῦ Ἀλεξάνδρου κομίζοντας Luc.Rh.Pr.5, παρεγένετο ἀπὸ βασιλέως Κροίσου γ. Vit.Aesop.G 92, cf. Plb.29.25.1, D.H.20.4.6, Plu.Galb.8, 2.799e, D.C.49.18.5, 63.11.4, 78.14.1, I.AI 11.318.
2 esp. biz. cartero, correo del servicio postal urgente, esp. fluvial ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου PFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. PSI 1108.8 (IV d.C.), POxy.3623.8 (IV d.C.), ἁ[λιάδας εἰς τὴν τῶν] γραμματηφόρων ὑπηρεσίαν PBeatty Panop.1.61 (IV d.C.), οἱ διὰ τοῦ πλοῦ τὴν ὁδοιπορίαν ποιούμενοι γραμματοφόροι PBeatty Panop.1.253 (IV d.C.).
II adj.
1 portador de la carta, que lleva la carta, o más bien esta carta οἱ γραμματηφόροι γεωργοί PLond.1073.1 (VI d.C.), γ. ἀνήρ PMasp.194.5 (VI d.C.), μετὰ τῆς γραμματηφό[ρου γυναικό] ς POxy.1839.1 (VI d.C.), τοῦτο ἔπεμψα διὰ τοῦ γραμματηφόρου σταβλίτου POxy.1858.3 (VI/VII d.C.)
subst. Ἑλλάδιος ... ἔγραψεν μοι διὰ τοῦ γραμματηφόρου PMasp.194.3 (VI d.C.), tb. fem. ἡ γ. Stud.Pal.20.212.1 (VI/VII d.C.).
2 del servicio de correos, postal ἁλιάδες γραμματηφόροι τοῦ ὀξέως δρόμου lanchas o falúas correo del cursus velox, POxy.2765.9 (IV d.C.) (cf. I 2).

Greek Monolingual

γραμματοφόρος, ο (AM)
ταχυδρόμος
μσν.
ως επίθ. γραμματισμένος.

Greek Monotonic

γραμμᾰτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γράμματα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτοφόρος: ὁ письмоносец, гонец Polyb., Plut., Luc.

Middle Liddell

φέρω
letter-carrying, Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοφόρος -ου, ὁ γράμμα, φέρω koerier.