δανειακός: Difference between revisions
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
m (Text replacement - " " to "") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que incluye préstamo a interés]] συμβόλαιον <i>Cod.Iust</i>.1.3.44.5, συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.121.1, 2, [[γραμματεῖον]] Iust.<i>Nou</i>.134.8<br /><b class="num">•</b>prob. subst. ὁ δ. [[prestamista]], <i>PFouad</i> 44.30 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.61, cf. 5.32.<br /><b class="num">2</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que incluye préstamo a interés]] συμβόλαιον <i>Cod.Iust</i>.1.3.44.5, συγγραφή Iust.<i>Nou</i>.121.1, 2, [[γραμματεῖον]] Iust.<i>Nou</i>.134.8<br /><b class="num">•</b>prob. subst. ὁ δ. [[prestamista]], <i>PFouad</i> 44.30 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.61, cf. 5.32.<br /><b class="num">2</b> adv. δανειακῶς = [[a interés]] δ. δέδωκα Anon.<i>in Rh</i>.85.5, cf. 104.20, 205.31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δανειακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[δάνειο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή [[πολιτική]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δανεικός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δανειακῶς</i><br />δανεικά, με [[δάνειο]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δανειακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[δάνειο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή [[πολιτική]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δανεικός]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δανειακῶς</i><br />δανεικά, με [[δάνειο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:11, 9 July 2021
English (LSJ)
ή, όν, A concerning loans, Cod.Just.1.3.45, Just.Nov. 134.8.
German (Pape)
[Seite 522] zum Darlehen, Sp.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que incluye préstamo a interés συμβόλαιον Cod.Iust.1.3.44.5, συγγραφή Iust.Nou.121.1, 2, γραμματεῖον Iust.Nou.134.8
•prob. subst. ὁ δ. prestamista, PFouad 44.30 (I d.C.) en BL 3.61, cf. 5.32.
2 adv. δανειακῶς = a interés δ. δέδωκα Anon.in Rh.85.5, cf. 104.20, 205.31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δανειακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δάνειο
νεοελλ.
όποιος διεξάγεται με δάνεια («δανειακή πολιτική»)
μσν.
1. δανεικός
2. επίρρ. δανειακῶς
δανεικά, με δάνειο.