ἐπίσφαιρα: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episfaira
|Transliteration C=episfaira
|Beta Code=e)pi/sfaira
|Beta Code=e)pi/sfaira
|Definition=ων, τά, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[boxing-gloves]] used in the [[σφαιρομαχία]], to deaden the blows, Plu.2.825e ; so <b class="b3">μάχαιραι μετ' ἐπισφαίρων</b> swords [[tipped with buttons]], like foils, <span class="bibl">Plb.10.20.3</span>.</span>
|Definition=ων, τά, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boxing-gloves]] used in the [[σφαιρομαχία]], to deaden the blows, Plu.2.825e ; so <b class="b3">μάχαιραι μετ' ἐπισφαίρων</b> swords [[tipped with buttons]], like foils, <span class="bibl">Plb.10.20.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:55, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσφαιρα Medium diacritics: ἐπίσφαιρα Low diacritics: επίσφαιρα Capitals: ΕΠΙΣΦΑΙΡΑ
Transliteration A: epísphaira Transliteration B: episphaira Transliteration C: episfaira Beta Code: e)pi/sfaira

English (LSJ)

ων, τά, A boxing-gloves used in the σφαιρομαχία, to deaden the blows, Plu.2.825e ; so μάχαιραι μετ' ἐπισφαίρων swords tipped with buttons, like foils, Plb.10.20.3.

German (Pape)

[Seite 987] τά, lederner Überzug der Kampfballen bei der σφαιρομαχία, um beim Stoßen gefährliche Verletzungen zu verhüten, τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας Plut. reip. ger. praec. extr.; auch bei Stoßdegen, μαχαιρομαχεῖν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ' ἐπισφαίρων μαχαίραις, mit ledernen Knöpfen, Pol. 10, 20, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσφαιρα: -ων, τά, κατὰ Πλούταρχον εἶδος δερματίνων ἱμάντων δι᾿ ὧν περιέδεον τὰς χεῖρας οἱ διαμαχόμενοι ἐν ταῖς παλαίστραις, «ὅπως εἰς ἀνήκεστον ἡ ἅμιλλα μηθὲν ἐκπίπτῃ μαλακὴν ἔχουσα τὴν πληγὴν καὶ ἄλυπον» Πλούτ. 2. 825C: ‒ οὕτω, μάχαιραι μετ᾿ ἐπισφαίρων, ξίφη φέροντα κομβία ἐπὶ τῆς αἰχμῆς, ὡς νῦν τὰ τῶν ἐξασκουμένων εἰς τὴν ξιφομαχίαν, Πολύβ. 10. 20, 3· ‒ ὑποκορ. ἐπισφαίριον, τό, ἐπισφαίριον ῥινὸς Γαλην. τ. 18, μέρος 1, 805, 10.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
sorte de gant de cuir pour la lutte.
Étymologie: ἐπί, σφαῖρα.

Greek Monolingual

ἐπίσφαιρα, τὰ (Α)
1. δερμάτινα περικαλύμματα τών χεριών που έφεραν οι πυγμάχοι αθλητές, όπως τα σημερινά γάντια πυγμαχίας, για να αμβλύνουν τα πλήγματα
2. τα δερμάτινα σφαιροειδή περικαλύμματα της αιχμής ξύλινων μαχαιριών ή ξιφών, όπως τα σημερινά προστατευτικά σφαιρίδια στα ξίφη τών ξιφομάχων («μαχαιρομαχεῑν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ’ ἐπισφαίρων μαχαίραις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα «σιδερένια σφαίρα» (που χρησιμοποιούσαν οι πυγμάχοι)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσφαιρα: τά эписферы
1) кожаные рукавицы для борцов Plut.;
2) кожаные наконечники для мечей: μάχαιραι μετ᾽ ἐπισφαίρων Polyb.