διαβάτης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[el que cruza]], [[el que atraviesa]] Ar.<i>Fr</i>.806, <i>Et.Gen</i>.β 62, διαβάταις quizá ref. a los participantes en la procesión en honor de Amón que incluía la travesía del Nilo de la estatua del dios (cf. [[διάβασις]] A I 2), dud. en <i>UPZ</i> 203re.25 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> v. [[διαβήτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM [[διαβάτης]], θηλ. διαβάτις) [[διαβαίνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδοιπόρος]], [[περαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περνά [[απέναντι]], στο [[άλλο]] [[μέρος]]. | |mltxt=ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM [[διαβάτης]], θηλ. διαβάτις) [[διαβαίνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδοιπόρος]], [[περαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περνά [[απέναντι]], στο [[άλλο]] [[μέρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 20 July 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who ferries over or crosses, Ar.Fr.765. II = διαβήτης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διαβάτης: -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ὁ περῶν, περαιούμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 726.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 el que cruza, el que atraviesa Ar.Fr.806, Et.Gen.β 62, διαβάταις quizá ref. a los participantes en la procesión en honor de Amón que incluía la travesía del Nilo de la estatua del dios (cf. διάβασις A I 2), dud. en UPZ 203re.25 (II a.C.).
2 v. διαβήτης.
Greek Monolingual
ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) διαβαίνω
μσν.- νεοελλ.
οδοιπόρος, περαστικός
αρχ.
αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος.