δονακεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δονᾰκεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ<br /><b class="num">1)</b> тростниковая заросль, камыши Hom.;<br /><b class="num">2)</b> Anth. = [[δόναξ]].
|elrutext='''δονᾰκεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[тростниковая заросль]], [[камыши]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> Anth. = [[δόναξ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δονᾰκεύς, έως, <i>n</i> [[δόναξ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[thicket]] of reeds, Il.<br /><b class="num">II.</b> = [[δόναξ]], Anth.
|mdlsjtxt=δονᾰκεύς, έως, <i>n</i> [[δόναξ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[thicket]] of reeds, Il.<br /><b class="num">II.</b> = [[δόναξ]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκεύς Medium diacritics: δονακεύς Low diacritics: δονακεύς Capitals: ΔΟΝΑΚΕΥΣ
Transliteration A: donakeús Transliteration B: donakeus Transliteration C: donakeys Beta Code: donakeu/s

English (LSJ)

ῆος or έως, ὁ, (δόναξ) A thicket of reeds, Il.18.576: pl., Opp.H.4.507. II fowler, Id.C.1.73. III = δόναξ, AP 6.64 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, 1) das Röhricht; Homer einmal, Iliad. 18, 576 παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, Scholl. Didym. φησὶ δὲ Διονύσιος γράφεσθαι καὶ δονακῆεν κατὰ τὸ οὐδέτερον, ὡς καὶ τὸν πευκῶνα πευκᾶεν. – Opp. Hal. 4, 506. – 2) der Vogelsteller mit Leimruthen, Opp. Cyn. 1, 73. – 3) = δόναξ; Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκεύς: έως, ὁ, (δόναξ) καλαμὼν (ἴδε ῥοδανός), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. ὀρνιθοθήρας, ἰξευτής, Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = δόναξ, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 lieu plein de roseaux;
2 roseau;
3 oiseleur, qui tend des gluaux.
Étymologie: δόναξ.

English (Autenrieth)

(δόναξ): thicket of reeds, Il. 18.576†.

Spanish (DGE)

(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ
1 cañaveral παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.H.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.D.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.
2 cazador de aves con caña o vareta τρήρωνας ἕλον δονακῆες Opp.C.1.73.
3 caña ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos, AP 6.64 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

δονακεύς, ο (Α)
1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας
2. δόναξ, καλάμι
3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα.

Greek Monotonic

δονᾰκεύς: -έως, ὁ (δόναξ),·
I. θαμνώδης έκταση με καλάμια, καλαμιώνας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = δόναξ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δονᾰκεύς: έως, эп. ῆος ὁ
1) тростниковая заросль, камыши Hom.;
2) Anth. = δόναξ.

Middle Liddell

δονᾰκεύς, έως, n δόναξ
I. a thicket of reeds, Il.
II. = δόναξ, Anth.