εὐστάλεια: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstaleia | |Transliteration C=efstaleia | ||
|Beta Code=eu)sta/leia | |Beta Code=eu)sta/leia | ||
|Definition=[ᾰ], Ion. | |Definition=[ᾰ], Ion. [[εὐσταλίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[simple]] [[arrangement]], Hp.Art.82.<br><span class="bld">2</span> [[orderliness]], ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.<br><span class="bld">3</span> of [[troops]], [[light]] [[equipment]], Plu.Sert.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:04, 27 March 2021
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. εὐσταλίη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82.
2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J.
3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.
Greek Monolingual
εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
εὐστάλεια: ἡ, ψιλός, ελαφρός οπλισμός, σε Πλούτ.