θαρσούντως: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θαρσούντως''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρ-, ἐπίρρ. ἐκ τῆς γεν. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ [[θαρσέω]], [[μετὰ]] θάρρους, Ξεν. Συμπ. 2, 11· θ. ἔχειν Δίων Κ. 53. 3.
|lstext='''θαρσούντως''': παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρ-, ἐπίρρ. ἐκ τῆς γεν. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ [[θαρσέω]], μετὰ θάρρους, Ξεν. Συμπ. 2, 11· θ. ἔχειν Δίων Κ. 53. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:37, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσούντως Medium diacritics: θαρσούντως Low diacritics: θαρσούντως Capitals: ΘΑΡΣΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: tharsoúntōs Transliteration B: tharsountōs Transliteration C: tharsoyntos Beta Code: qarsou/ntws

English (LSJ)

Att. θαρρ-, Adv. from gen. pres. part. of θαρσέω, A boldly, X.Smp.2.11, Phld.Rh.1.325S., Jul.Or.2.83a; θ. ἔχειν D.C. 53.3.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., von Plat. an θαῤῥούντως, adv. des partic. praes. von θαρσέω, muthig, getrost, Xen. Conv. 2, 10; Sp., θαῤῥούντως ἔχω D. Cass. 53, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσούντως: παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρ-, ἐπίρρ. ἐκ τῆς γεν. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ θαρσέω, μετὰ θάρρους, Ξεν. Συμπ. 2, 11· θ. ἔχειν Δίων Κ. 53. 3.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρούντως.

Greek Monolingual

θαρσούντως (Α)
επίρρ. βλ. θαρρούντως.

Greek Monotonic

θαρσούντως: Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του θαρσέω, με γενναιότητα, θαρραλέα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θαρσούντως: новоатт. θαρρούντως [part. praes. к θαρσέω смело, отважно (διαπράττεσθαί τι Xen.).

Middle Liddell

[adverb from pres. part. of θαρσέω
boldly, courageously, Xen.