θηλυπρεπής: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[θηλυπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει στις γυναίκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]]<br /><b>3.</b> [[άτολμος]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναικείος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θηλυπρεπής]] [[θεότης]]» — η [[διχόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηλυπρεπώς</i><br />με τρόπο θηλυπρεπή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «εμφανίζομαι [[καθαρά]], [[ομοιάζω]]»), | |mltxt=-ές (Α [[θηλυπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει στις γυναίκες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[μαλθακός]], [[τρυφηλός]]<br /><b>3.</b> [[άτολμος]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναικείος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θηλυπρεπής]] [[θεότης]]» — η [[διχόνοια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηλυπρεπώς</i><br />με τρόπο θηλυπρεπή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «εμφανίζομαι [[καθαρά]], [[ομοιάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A befitting a woman, ποικίλματα Agath.3.28; womanish, οἰνοχόοι AP 12.175 (Strat.), cf. Chor.Lyd.7: metaph., θεότης θ., of Difference, Dam.Pr.192.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς γυναῖκα, γυναικώδης, Ἀνθ. Π. 12. 175.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a un air de femme;
2 qui convient à une femme.
Étymologie: θῆλυς, πρέπω.
Greek Monolingual
-ές (Α θηλυπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει στις γυναίκες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα
2. μαλθακός, τρυφηλός
3. άτολμος, δειλός
αρχ.
1. γυναικείος
2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» — η διχόνοια.
επίρρ...
θηλυπρεπώς
με τρόπο θηλυπρεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -πρεπής (< πρέπω «εμφανίζομαι καθαρά, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].
Greek Monotonic
θηλυπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε γυναίκα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠπρεπής: женственный, женоподобный (οἰνοχόος Anth.).