κατέναντα: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέναντα''': Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., | |lstext='''κατέναντα''': Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., μετὰ γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A over against, opposite, c. gen., Cydias 1, Pancrat. Oxy.1085.24, Q.S.1.552, Man.3.176: c. dat., Id.6.277: abs., Id.3.132:—also κατ-έναντι LXX Ex.19.2; πύλη ἡ κ. ib.Ez.11.1; κώμη ἡ κ. ὑμῶν Ev.Marc.11.2, cf. UPZ79.11 (ii B.C.), Inscr.Prien.37.170 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1395] entgegen, gegenüber, sp. D. oft, Qu. Sm. 1, 552 Han. 3, 132.
Greek (Liddell-Scott)
κατέναντα: Ἐπίρρ.,= τῷ ἑπομ., μετὰ γεν., Κυδίας παρὰ Πλάτ. Χαρμ. 155D, Κόϊντ Σμ. 1. 552, κτλ.· ὡσαύτως κατέναντι, Ἑβδ. (Ἔξ. ιθ´. 2, κτλ.), καὶ Καιν. Διαθ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 13.
Greek Monolingual
κατέναντα (Α)
επίρρ.
1. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ
2. εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔν-αντα «απέναντι»].
Russian (Dvoretsky)
κατέναντᾰ: и κατέναντῐ praep. cum gen. прямо навстречу, (на)против, лицом к лицу (λέοντος κ. ἐλθεῖν Cydias ap. Plat.; ἡ κώμη ἡ κ. ὑμῶν NT).