καταβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
|lstext='''καταβλέπω''': μέλλ. -βλέψω, [[βλέπω]] πρὸς τὰ [[κάτω]] [[πρός]] τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους [[ἄνωθεν]] Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, [[βλέπω]], ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) [[βλέπω]] μετὰ προσοχῆς τι, [[ἐξετάζω]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:43, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλέπω Medium diacritics: καταβλέπω Low diacritics: καταβλέπω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΕΠΩ
Transliteration A: katablépō Transliteration B: katablepō Transliteration C: katavlepo Beta Code: katable/pw

English (LSJ)

A look down at, LXXGe.18.16; ἄνωθεν εἰς… Plu.Arat. 32; view, Id.2.680d. b metaph., despise, BGU15ii5 (ii A. D.). 2 examine, contemplate, Call.Del.303; τὸ σεαυτοῦ κακόν Plu.2.469b.

German (Pape)

[Seite 1340] von oben herabsehen, ansehen, κατέβλεψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν, er sah von oben her auf die Kämpfenden hinab, Plut. Arat. 32, öfter τινά.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλέπω: μέλλ. -βλέψω, βλέπω πρὸς τὰ κάτω πρός τινα, κατέβλαψεν εἰς τοὺς μαχομένους ἄνωθεν Πλουτ. Ἄρατ. 32· θεωρῶ, βλέπω, ὁ αὐτ. 2. 680D. 2) βλέπω μετὰ προσοχῆς τι, ἐξετάζω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 303, Πλούτ. 2. 469Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέβλεψα;
regarder d’en haut ; fixer ses yeux sur, examiner.
Étymologie: κατά, βλέπω.

Greek Monolingual

καταβλέπω (Α)
1. βλέπω, προς τα κάτω, ρίχνω το βλέμμα μου προς κάποιον που βρίσκεται κάτω
2. κοιτάζω
3. επιγρ. μτφ. περιφρονώ, απαξιώ
4. βλέπω κάτι με προσοχή, εξετάζω.

Greek Monotonic

καταβλέπω: μέλ. -ψω, κοιτώ προς τα κάτω, στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος κάποιου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβλέπω: глядеть (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα ἄνωθεν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλέπω ( van boven) neerkijken op.

Middle Liddell

fut. ψω
to look down at, Plut.