κατεβλακευμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεβλᾱκευμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, [[μετὰ]] ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ [[συντεταμένως]], Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.
|lstext='''κατεβλᾱκευμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, μετὰ ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ [[συντεταμένως]], Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεβλᾱκευμένως Medium diacritics: κατεβλακευμένως Low diacritics: κατεβλακευμένως Capitals: ΚΑΤΕΒΛΑΚΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kateblakeuménōs Transliteration B: kateblakeumenōs Transliteration C: katevlakevmenos Beta Code: kateblakeume/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of καταβλακεύω, A slothfully, tardily, Ar.Pl.325, AP4.3a.16 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1393] adv. zum part. perf. pass. von καταβλακεύω, saumselig; Ar. Plut. 325, v. l. καταβεβλ.; Agath. prooem. (IV, 3, 16).

Greek (Liddell-Scott)

κατεβλᾱκευμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταβλᾱκεύω, μετὰ ὀκνηρίας, βραδέως, ῥᾳθύμως, ἀντίθετ. τῷ συντεταμένως, Ἀριστοφ. Πλ. 325, Ἀνθ. Π. 4. 3, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mollesse ou lâcheté.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβλακεύω.

Greek Monolingual

κατεβλακευμένως (Α)
επίρρ. με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεβλακευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. καταβλακέω «μεταχειρίζομαι αμελώς, απρόσεκτα»].

Greek Monotonic

κατεβλᾱκευμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του κατα-βλᾱκεύω (βλάξ), με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σε Αριστοφ., Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεβλακευμένως, adv. lui, traag.

Russian (Dvoretsky)

κατεβλᾱκευμένως: медлительно, лениво Arph., Anth.

Middle Liddell

κατ-εβλᾱκευμένως, αδϝ. [adverb from perf. pass. part. of καταβλᾱκεύω] βλάξ
slothfully, tardily, Ar., Anth.