κενοδοντίς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κενοδοντίς''': -ίδος, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[ἀγρεῖφναν]] κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ [[κυνόδους]]) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, [[μετὰ]] διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.
|lstext='''κενοδοντίς''': -ίδος, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[ἀγρεῖφναν]] κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ [[κυνόδους]]) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:47, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοδοντίς Medium diacritics: κενοδοντίς Low diacritics: κενοδοντίς Capitals: ΚΕΝΟΔΟΝΤΙΣ
Transliteration A: kenodontís Transliteration B: kenodontis Transliteration C: kenodontis Beta Code: kenodonti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A toothless, AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.

Greek Monolingual

κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ].

Greek Monotonic

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.

Middle Liddell

κεν-οδοντίς, ίδος ὀδούς
toothless, Anth.