κενταυροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενταυροκτόνος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κένταυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδελφο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[κενταυροκτόνος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κένταυρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. <i>αδελφο</i>-[[κτόνος]], <i>τυραννο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενταυροκτόνος Medium diacritics: κενταυροκτόνος Low diacritics: κενταυροκτόνος Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: kentauroktónos Transliteration B: kentauroktonos Transliteration C: kentavroktonos Beta Code: kentaurokto/nos

English (LSJ)

ον, A Centaur-slaying, Lyc.670.

German (Pape)

[Seite 1417] Kentauren tödtend, Lycophr. 670.

Greek Monolingual

κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.