κελαινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελαινόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, [[κακά]], που έχει μαύρη [[ψυχή]], [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>φρων</i>, <i>καρτερό</i>-<i>φρων</i>)].
|mltxt=[[κελαινόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, [[κακά]], που έχει μαύρη [[ψυχή]], [[κακόκαρδος]], [[κακόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]]), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φρεν</i>- ([[πρβλ]]. [[βαρύ]]-<i>φρων</i>, <i>καρτερό</i>-<i>φρων</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόφρων Medium diacritics: κελαινόφρων Low diacritics: κελαινόφρων Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kelainóphrōn Transliteration B: kelainophrōn Transliteration C: kelainofron Beta Code: kelaino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.

German (Pape)

[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.

Greek Monolingual

κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].

Greek Monotonic

κελαινόφρων: -ον (φρήν), κακόκαρδος, κακόψυχος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόφρων -ον [κελαινός, φρήν] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κελαινόφρων: 2, gen. ονος питающий черные замыслы, преступный (μήτηρ, т. е. Κλυταιμνήστρα Aesch.).

Middle Liddell

φρήν
black-hearted, Aesch.