κονιβατία: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κονιβατία]], ἡ (Α)<br />το να πορεύεται [[κανείς]] [[μέσα]] σε [[σκόνη]], η [[πορεία]] σε [[σκόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[βατία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>βατος</i> ή -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=[[κονιβατία]], ἡ (Α)<br />το να πορεύεται [[κανείς]] [[μέσα]] σε [[σκόνη]], η [[πορεία]] σε [[σκόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[βατία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>βατος</i> ή -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>νυκτο</i>-[[βατία]], <i>χορο</i>-[[βατία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, (βαίνω) A dusty walk, Hp.Vict.3.68 (prob.l. for σχοινοβατίῃσι).
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v. l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.
Greek (Liddell-Scott)
κονιβᾰτία: ἡ, (βαίνω) τὸ πορεύεσθαι ἐντὸς κόνεως, Ἱππ. 366. 55 (πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ σχοινοβατίῃσι, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 521).
Greek Monolingual
κονιβατία, ἡ (Α)
το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -βατία (< -βατος ή -βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο-βατία, χορο-βατία.