κυρταύχην: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[κυρταύχην]], -ενος, ό, ή)<br />αυτός που έχει κυρτό αυχένα, [[στραβολαίμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυρταύχην]] [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που, όταν βαδίζει, φέρει την [[κεφαλή]] και τον τράχηλο [[προς]] το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ( | |mltxt=ο, η (Α [[κυρταύχην]], -ενος, ό, ή)<br />αυτός που έχει κυρτό αυχένα, [[στραβολαίμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κυρταύχην]] [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που, όταν βαδίζει, φέρει την [[κεφαλή]] και τον τράχηλο [[προς]] το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυρτός]] <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]] ([[πρβλ]]. <i>καμπυλ</i>-<i>αύχην</i>, <i>κρατερ</i>-<i>αύχην</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυρταύχην:''' ενος adj. (лат. [[incurvicervicus]]) с искривленной спиной Quint. | |elrutext='''κυρταύχην:''' ενος adj. (лат. [[incurvicervicus]]) с искривленной спиной Quint. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, A with bulging neck, Quint.1.5.70.
German (Pape)
[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.
Greek (Liddell-Scott)
κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
Greek Monolingual
ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ-αύχην, κρατερ-αύχην)].
Russian (Dvoretsky)
κυρταύχην: ενος adj. (лат. incurvicervicus) с искривленной спиной Quint.