κωφεύω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κωφεύω]]) [[κωφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κουφός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κάνω]] τον κουφό<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]], δεν [[υπακούω]] σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] τον μουγκό, [[κρατώ]] το [[στόμα]] μου κλειστό («καὶ | |mltxt=(Α [[κωφεύω]]) [[κωφός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κουφός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ακούω]], [[κάνω]] τον κουφό<br /><b>3.</b> [[αδιαφορώ]], δεν [[υπακούω]] σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] τον μουγκό, [[κρατώ]] το [[στόμα]] μου κλειστό («καὶ νῦν [[ἀδελφή]] μου κώφευσον, ὅτι [[ἀδελφός]] σου ἐστί», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
English (LSJ)
A hold one's peace, LXX 2 Ki.13.20, al.
German (Pape)
[Seite 1547] stumm, taub, u. übh. unempfindlich sein, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κωφεύω: εἶμαι βωβός, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20)· ὡσαύτως, εἶμαι κωφός, αὐτόθι.
Greek Monolingual
(Α κωφεύω) κωφός
νεοελλ.
1. είμαι κουφός
2. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κάνω τον κουφό
3. αδιαφορώ, δεν υπακούω σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις
αρχ.
παριστάνω τον μουγκό, κρατώ το στόμα μου κλειστό («καὶ νῦν ἀδελφή μου κώφευσον, ὅτι ἀδελφός σου ἐστί», ΠΔ).