λάλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάλαξ]], -αγος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν [[δυνατά]])<br />[[φλύαρος]], [[φωνακλάς]], [[κράχτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λαλώ]] και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- ( | |mltxt=[[λάλαξ]], -αγος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν [[δυνατά]])<br />[[φλύαρος]], [[φωνακλάς]], [[κράχτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[λαλώ]] και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- ([[πρβλ]]. [[λαλαγώ]], [[λαλαγή]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 23 August 2021
English (LSJ)
[λᾰλ], ᾰγος, ὁ, A babbler, croaker: a name of the green frog (κέρβερος), and of a bird, Hsch.; cf. βάβαξ.
German (Pape)
[Seite 9] αγος, ὁ, der Schwätzer, Schreier, vom laut quakenden grünen Wasserfrosch, Hesych. – Bei Leon. Tar. 55 Geschwätz, wofür Anth. Pal. VII, 198 πάταγος steht.
Greek (Liddell-Scott)
λάλᾰξ: ᾰγος, ὁ, κεκράκτης, «φωνακλᾶς»· ὄνομα τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.· πρβλ. βάβαξ. Πρβλ. λαλέω· - κατά τινας καὶ εἶδος ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.
French (Bailly abrégé)
αγος (ὁ) :
le « jaseur » :
1 grenouille verte, animal;
2 sorte d’oiseau.
Étymologie: λαλέω.
Greek Monolingual
λάλαξ, -αγος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (για τους πράσινους βατράχους που κοάζουν δυνατά)
φλύαρος, φωνακλάς, κράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαλώ και εμφανίζει παρέκταση -γ- (πρβλ. λαλαγώ, λαλαγή)].